φακελώνω

φακελώνω
φακέλωσα, φακελώθηκα, φακελωμένος
1. κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελο.
2. Συγκεντρώνω πληροφορίες και στοιχεία για κάποιο άτομο ώστε αργότερα να τα χρησιμοποιήσω σε βάρος του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φακελώνω — φακελώνω, φακέλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φακελώνω — φακελῶ, όω, ΝΜ, και εσφ. γρφ. φακελλώνω Ν [φάκελος / φάκελλος] κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελο νεοελλ. σχηματίζω φάκελο με την συγκέντρωση εγγράφων και στοιχείων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή στην βιογραφία και την πολιτική, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • φακέλωμα — και εσφ. γρφ. φακέλλωμα, το, Ν [φακελώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φακελώνω …   Dictionary of Greek

  • φακελώ — όω, Μ βλ. φακελώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”