- φακελώνω
- φακέλωσα, φακελώθηκα, φακελωμένος1. κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελο.2. Συγκεντρώνω πληροφορίες και στοιχεία για κάποιο άτομο ώστε αργότερα να τα χρησιμοποιήσω σε βάρος του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.